Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΚΙΣΣΟΣ – Η Ι. Μονή και Σχολή του Αγίου Πνεύματος (Του Κώστη Παπαδάκη),

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ
ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΛΑΜΠΗΣ
 Α΄ Μέρος
Στους ηρωικούς αγωνιστές τής Μάχης τού Τράχηλα (8/12/ 1866), και τον ηρωικό εθελοντή Μανιάτη Συνταγματάρχη  Δημ. Πετροπουλάκη,
ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
http://ret-anadromes.blogspot.com
•     Γενικά Στοιχεία για το χωριό
Ο Κισσός βρίσκεται σκαρφαλωμένος στους νότιους πρόποδες τού όρους Κέδρος ( 1777 μ. ), σε υψόμετρο 630 μ. , διασταύρωση αριστερά, στο 35ο χιλιόμ. τού δρόμου Ρέθυμνο- Σπήλι- Κισσού Κάμπος- Αγία Γαλήνη. Στον Κισσό υπάγεται και ο νέος οικισμός τού ίδιου χωριού Κισσού Κάμπος ή Παράγκα[i] (αρχή δημιουργίας του περί το  έτος 1930), με 81 κατοίκους (απογραφή 2001).
Ο συνοικισμός «Κισσός» αναγνωρίστηκε σε κοινότητα το έτος 1935 (Δ. 12-2-1935, ΦΕΚ. Α΄ 46/1935).
•        Ερειπωμένοι οικισμοί
Τριγιόδι: Πρόκειται για μεγάλη και εύφορη περιοχή στα δυτικά τού χωριού, κοινή με το Σπήλι (υπάρχει και το Σπηλιανό Τριγιόδι). Πρόκειται για παλαιό οικισμό, στη θέση όπου είναι σήμερα η εκκλησία τού Αγίου Νικολάου τού Κουρταλιώτη. Αναφέρεται στην απογραφή τού Καστροφύλακα (Triodi) το έτος 1583, με 29 συνολικά κατοίκους (άνδρες 7, γυναίκες 12, παιδιά 9 και γέροντες 1). Αναφέρεται, επίσης, και στον κατάλογο των χωριών που ήταν υπεύθυνα για την επάνδρωση τής σκοπιάς τού Άι- Βλάσση, στην περιοχή των Σακτουρίων (Έκθεση Nicola Gualdo, 1633). Ο οικισμός πρέπει να διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα τού 17ου αι., γιατί δεν αναφέρεται στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο τού 1670[ii].
•        Ίδρυση τού χωριού- Πληθυσμιακά στοιχεία- Ονομασίες- Κτηματολογικά Στοιχεία
Ο Κισσός αναφέρεται στην επαρχία Αγίου Βασιλείου για πρώτη φορά το έτος 1577 από το Fr. Barozzi (fo 26v) ως Chisso, από τον Καστροφύλακα, το έτος 1583 (Κ176), επίσης ως Chisso, με 222 κατοίκους και με 178 οφειλόμενες αγγαρείες και από τον Βασιλικάτα (Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 130), με το ίδιο όνομα, το έτος 1630. Στην τουρκική απογραφή, το 1659, αναφέρεται Kiso με 33 σπίτια, ενώ στην αιγυπτιακή, το 1834, Kissos με 15 χριστιανικές και 15 τουρκικές οικογένειες.
Το ίδιο έτος (1659), το χωριό διέθετε 144 τσερίπια[iii] χωράφια, 529 λιόδεντρα[iv], 70 τσερίπια αμπέλια, 32 τσερίπια ακαλλιέργητες γαίες, και 0,5 κήπους. Πληρώνει, επίσης, 33 χαράτζια κεφαλικό φόρο και 33 σπίτια, το ίδιο έτος, πληρώνουν και φόρο καφτανίου[v].
Η πληθυσμιακή κίνηση του χωριού, κατά τα νεότερα χρόνια, έχει ως εξής: 1881 (Δήμος Αγ. Πνεύματος): με 181 χριστιανούς και 27 Τούρκους κατοίκους, 1900: 214, 1920 [Δήμος Βουιδομαγεργειού (Δουμαεργειού)]: 207, 1928 (κοινότ. Αρδάκτου): 247, 1940 (έδρα ομών. κοινότητας): 254, 1951: 239, 1961: 237, 1971: 214, 1981: 177, 1991: 179, 2001: 180.
Ο Κισσού Κάμπος αναφέρεται για πρώτη φορά το 1951 με 34 κατοίκους, το 1961: 33,  1971: 37, 1981: 43, 1991: 53, 2001: 81.
•        Το όνομα τού χωριού
Η ονομασία τού χωριού, σύμφωνα με τον Εμμ. Λαμπρινάκη, προήλθε από τους κισσώδεις θάμνους, που αφθονούν στο χωριό[vi]. Και πράγματι, στο χωριό ευδοκιμεί ιδιαίτερα το συγκεκριμένο φυτό, εις δε την περιοχή Λαδικινή θυμάμαι από μικρός, που συνήθιζα να παραθερίζω στο χωριό αυτό κάθε καλοκαίρι, τεράστιο χάρακα, ύψους τουλάχιστον 30- 40 μ. , καλυμμένο από πυκνότατους κισσούς, που αναρριχούνταν πάνω του και τον περιέβαλλαν από παντού σαν καταπράσινος μανδύας. Πιστεύω, λοιπόν, ότι από αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό και το χωριό θα έλαβε το όνομά του.
•        Ιστορικά στοιχεία
Στη θέση Τράχηλας του Αγίου Πνεύματος, στις νοτιοδυτικές υπώρειες τού όρους Κέντρος, στις 8 Δεκεμβρίου τού 1868, έπεσαν νεκροί από τους Τούρκους διακόσιοι εθελοντές, με αρχηγό τον Μανιάτη αγωνιστή και απόστρατο Συνταγματάρχη Δημ. Πετροπουλάκη. Ο Πετροπουλάκης κατέβηκε στην Κρήτη, σταλμένος από την κυβέρνηση Βούλγαρη, περί τα τέλη Νοεμβρίου τού 1868, προς ενίσχυση και αναζωπύρωση τού Κρητικού αγώνα. Πήρε όσους τον ακολούθησαν από την Αθήνα και πήγε να στρατολογήσει και στον τόπο του, τη Μάνη. Τους έκαμε περίπου χίλιους. Μεταξύ αυτών και ο αδελφός του Αναστάσιος, ο  γιος του Λεωνίδας και οι εγγονοί του Γεώργιος και Σπυρίδων και ένα απόσπασμα υπό τον αξιωματικό τού πυροβολικού Μ. Μπαλάφα.
Μπάρκαραν από το Γύθειο στο καταδρομικό «Ένωσις» τού Σουρμελή και σάλπαραν στις 25 Νοεμβρίου για την Κίμωλο. Εκεί ξεμπάρκαρε ο Αρχηγός με τριακόσιους εθελοντές και οι υπόλοιποι, υπό τον Λεωνίδα Πετροπουλάκη, αποβιβάστηκαν στα Καλά-Χωράφια Μυλοποτάμου. Το βράδυ τής 28ης Νοεμβρίου επιβιβάστηκε το υπόλοιπο σώμα από την Κίμωλο και κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες και άγρια καταδίωξη από τουρκικά πλοία, αποβιβάζονται στο Πρασσονήσι Σακτουρίων, στη νότια, δηλαδή, Κρήτη. Τα δυο σώματα συναντήθηκαν στο Αμάρι και, λόγω των δυσμενών συνθηκών, ξαναγύρισαν στην επαρχία Αγίου Βασιλείου[vii].
Στις 8 Δεκεμβρίου τραβώντας για τις θέσεις Τράχηλας- Κισσός και Κεντροχώρι οι άνδρες του Πετροπουλάκη βρέθηκαν μπροστά σε ένα πολυπληθές τούρκικο ασκέρι και αναγκάστηκαν να παραταχθούν σε μάχη μέσα σε μια νεροποντή που δεν τους άφηνε να δούνε σε δυο οργιές απόσταση μπροστά τους. Κοντά τους στάθηκαν και πολέμησαν και κάμποσοι Κρητικοί και μερικοί παλιοί εθελοντές, που τους οδηγούσαν ο Μήτσας, ο Ζήκος, ο Κιτσομής και ο Ξανθουδάκης. Από βόρεια, ανατολικά και δυτικά τους είχε μπλοκάρει ο τουρκικός στρατός διοικούμενος από τέσσερις πασάδες. Η μάχη κράτησε τρεις, περίπου, ώρες. Στο τέλος, οι επαναστάτες κάμφθηκαν και οι ζημιές ήταν εξαιρετικά μεγάλες. Εκτός από τους αιχμαλώτους και τους σκοτωμένους, που έφθασαν τους διακόσιους, ο Ακουμιανός ποταμός έπνιξε καμιά δωδεκαριά εθελοντές που επιχείρησαν να περάσουν τα ορμητικά, λόγω του χειμώνα, νερά του[viii]. Πρόκειται για τη δεύτερη- μετά την ολοκαύτωση τού Αρκαδιού- πολύνεκρη συμφορά τής μεγάλης Κρητικής Επανάστασης τού 1866- 69, η οποία και έκλεισε οριστικά τον αγώνα[ix].
Τους νεκρούς από τη μάχη αυτήν και γενικότερα τη συμβολή των εθελοντών από τα διάφορα μέρη τής ελεύθερης Ελλάδας για την απελευθέρωση τής Κρήτης από τους Τούρκους τίμησε ο πρώην Δήμος Λάμπης, υπό την αιγίδα τής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ρεθύμνου, με εκδηλώσεις και ομιλίες τόσο στο Ρέθυμνο, στις 4 Δεκεμβρίου 2004, όσο και στον Κισσό, την Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2005. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων αυτών στάθηκαν τα αποκαλυπτήρια μνημείου για τους Εθελοντές, που έστησε με φροντίδες της η προς τούτο συσταθείσα Επιτροπή Αναστήλωσης τής Ι. Μ. Αγίου Πνεύματος και Ανέγερσης τού Μνημείου Πεσόντων, στον αύλειο χώρο τής ιστορικής Μονής, στον Κισσό τού Δήμου Αγίου Βασιλείου, όπου, κατά την παραπάνω ημερομηνία (5/12/2005), έγιναν τα αποκαλυπτήριά του, ενώπιον και εκπροσώπων τού νομού Λακωνίας. Το μνημείο των Εθελοντών φιλοτέχνησε ο Μελαμπιανός γλύπτης Βαγγέλης Ψυλλάκης, που ανάπλασε και το «Πάρκο Δαιδάλου και Ικάρου» στην Αγία Γαλήνη. Η επιγραφή στο μνημείο αναφέρει: «Στους διακόσιους Λάκωνες, Κρήτες και Ρουμελιώτες αγωνιστές, που μαχόμενοι για την ελευθερία τής Κρήτης υπό τον Δημήτριο Πετροπουλάκη έπεσαν εδώ την 8η Δεκεμβρίου 1868, το μνημείο τούτο με ευγνωμοσύνη αφιερώνουμε».
•        Αγωνιστές
1.     Κωνσταντίνος Γ. Πεδιαδιτάκης. Γεννήθηκε το 1822 και πήρε μέρος στις επαναστάσεις τού 1858, 1866 και 1878 και μετά. Ήταν καπετάνιος τού χωριού αναγνωρισμένος από την επιτροπή τού 1866[x].
2.     Ιάκωβος Πετρουλής. Αναφέρεται ως αγωνιστής στην Ι. Μονή Αρκαδίου[xi].
(συνεχίζεται)
________________________________________
[i] Το δεύτερο όνομά του ο οικισμός το οφείλει στις πρώτες κατασκευές, που ήταν ξύλινα παραπήγματα (παράγκες).
[ii] Ετυμολογικά Τριγιόδι (από το τρία+ οδός) σημαίνει «τρίστρατο». Γι’ αυτό πρέπει να γράφεται με [ο] και όχι με [ω] (Τριγιώδι) (Ν. Τωμαδάκη, εφημ. «Παρατηρητής» Χανίων, φ. 1541/22-12-1931). Πβ. και Τριγιόδος στα Ανώγεια, αλλά και Τριμοίρι, το [τρία+ μοίρα= μερτικό περιουσίας που ανήκει στον καθένα] και Τρίκερι (το)= τρικόρυφο όρος, τρία κέρατα (Ιω. Σαρρή, «Τα τοπωνύμια της Αττικής», Αθηνά 40, 135)].
[iii] Τσερίπ (cerib)= μονάδα μέτρησης επιφανείας, που ισοδυναμεί προς 60 τετραγωνικούς πήχεις.
[iv] Θεωρώ ότι πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό ελαιοδένδρων που, τον καιρό εκείνο, διέθετε χωριό στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Οι Μέλαμπες, με μεγαλύτερο αριθμό ιδιοκτητών, διέθεταν μόλις 225 ελαιόδενδρα
[v] Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης 17ος- 18ος αι., Οι μεταφράσεις τού «Βήματος» Ρεθύμνης (επιμέλεια: Γ. Ζ. Παπιομύτογλου), Ρέθυμνο 1995, 73.
[vi] Εμμ. Λαμπρινάκη, Γεωγραφία της Κρήτης, 1890, 69.
[vii] Εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα, φ. 25/11/2004 και ίδιο οκτασέλιδο έντυπο, που κυκλοφόρησε από την προς τούτο συσταθείσα Επιτροπή, με την ευκαιρία των εκδηλώσεων των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου των Πεσόντων.
[viii] Ν. Σταυρινίδη, Καπετάν Μιχάλης Κόρακας, 790.
[ix] Γ. Ν. Τσιγδινού, Μνημεία- Ιστορία- Παράδοση Κισσού Αγ. Βασιλείου, Ρέθυμνο 1986, 52.
[x] Νίκου Φασατάκη, Αγωνιστές και θύματα της τ. επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης (1866- 1897), Αθήνα  2001, 58.
[xi] Από αναφορές των Τ. Βενέρη (Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήνα 1938) και Γ. Τσιγδινού (Μνημεία- Ιστορία- Παράδοση Κισσού Αγ. Βασιλείου). Βλ. σχετικά στον Νίκο Φασατάκη, Αγωνιστές και θύματα…, ό.π., 58.
Αναδημοσιευσα Από Ρεθεμνος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου