Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Η Μάχη της Κρήτης,


Του Μανώλη Γ. Παπαμαστοράκη*

Εάν ένας λαός πρέπει να κοιτάζει μπροστά, οι Έλληνες πρέπει να κοιτάζουν και πίσω. Να αναπολούν το παρελθόν και να θυμούνται ποιοι και πώς τους κράτησαν ζωντανούς στο πέρασμα των καιρών.

Λαοί που λησμονούν την ιστορία τους και τους δημιουργούς της είναι καταδικασμένοι, δεν έχουν μέλλον, παραπατούν, σκοντάφτουν, πέφτουν, αφομοιώνονται και εξαφανίζονται στα πρώτα χτυπήματα και στις δυσκολίες που θα συναντήσουν.

Οι Έλληνες από τη χαραυγή των αιώνων χάραξαν τα πιστεύω και ιδανικά τους, πίστεψαν αταλάντευτα στις υπέρτατες αιώνιες αξίες που υπερασπίστηκαν με αίματα και με σάρκες και παρέμειναν οι ίδιοι, αλώβητοι, ακατάβλητοι, αδιάβλητοι, αδάμαστοι και γενναίοι. Έλληνες πέτυχαν τη μεγάλη νίκη στον Μαραθώνα το 490 π.Χ., εναντίον των Περσών και έσωσαν τον κλασικό μας πολιτισμό και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας.


«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμι».


Ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους γενναίους Έλληνες αγωνίστηκαν στα στενά των Θερμοπυλών εναντίον πολυάριθμων Περσών, μετά το πολυθρύλητο «Μολών λαβέ» και με το αίμα τους χάραξαν το «Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», γενόμενοι παράδειγμα προς μίμηση των επόμενων γενιών.

Έλληνες υπεράσπιζαν την Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1453, με πρώτο και καλύτερο τον Κων/νο τον 11ο Παλαιολόγο, που έπεσε ως ο τελευταίος στρατιώτης στα τείχη της Βασιλεύουσας, επί 11 αιώνες, βροντοφωνώντας με υπερηφάνεια: «Το δε την Πόλι σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν, ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Έτσι διατηρήθηκε στο δούλο γένος η εθνική του ταυτότητα και ξεσηκώθηκε, ύστερα από τέσσερις αιώνες σκληρής δουλείας και τυραννίας, σαν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου.

Είναι το ίδιο μεθυστικό ποτό, που γαλούχησε και γιγάντωσε το Σούλι, το Μεσολόγγι και το Αρκάδι, στις 8 Νοεμβρίου 1866.

Η Κρήτη όλη σείστηκε 

και τα βουνά κι οι λόγγοι,

θαρρώ τ’ Αρκάδι πέρασε 

κι αυτό το Μεσολόγγι.

Αιώνια σύμβολα τιμής, αντρειοσύνης και θυσίας, που καθαγίασαν και ενίσχυσαν την εθνική μας συνείδηση και την αγάπη μας προς την πατρίδα και την ελευθερία.

Το ίδιο ακριβώς διεγερτικό μέθυσε τους Έλληνες στην Αλβανία το 1940, στη Μάχη της Κρήτης και στην τετράχρονη Εθνική Αντίσταση, με τα γνωστά σε όλο τον ελεύθερο κόσμο αποτελέσματα, ηρωισμού και αυτοθυσίας ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις του άξονα και μάλιστα σε εποχή που ολόκληρες αυτοκρατορίες πέφτανε σαν χάρτινοι πύργοι στο πέρασμά τους.

Ελευθεριά και Έλλην ζυμώθηκαν μαζί. Και λευτεριά είναι το κύριο γνώρισμα του ελληνικού λαού. Και ύπαρξη χωρίς λευτεριά δεν νοείται.

Έτσι, έπειτα από αυτή την παρένθεση, όχι άσχετη με τα γεγονότα που ακολουθούν, επανέρχομαι στον Απρίλη και στον Μάη του 1941, για να καταλήξω στα θλιβερά γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1943, που σημάδεψαν τις Επαρχίες Βιαννού και Ιεράπετρας.

Απρίλης 1941 και η Ελλάδα, που έγραψε και κατέγραψε το Αλβανικό Έπος, ζει τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της. Ο πρωθυπουργός, Ιωάννης Μεταξάς(Ιθάκη 1871-Αθήνα 1941), πεθαίνει στις 29 Ιανουαρίου 1941 και στη θέση του ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ (1890-1947) τοποθετεί τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρο Κορυζή (Πόρος 1885 - Αθήνα 1941).

Στις 6 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα και απαιτούν την άνευ όρων παράδοσή της. Το τηλεσίγραφο των Γερμανών απορρίπτεται από τον Αλέξανδρο Κορυζή σε υπουργικό συμβούλιο, που συμμετείχε και ο βασιλιάς, και ο πόλεμος συνεχίζεται.

Δώδεκα μέρες μετά την απόρριψη του τηλεσιγράφου, στις 18 Απριλίου του ίδιου έτους, ο Κορυζής αυτοκτόνησε κάτω από αφόρητες πιέσεις και συνθήκες αδιευκρίνιστες μέχρι σήμερα. Στη θέση του Κορυζή ο βασιλιάς διόρισε τον Εμμανουήλ Τσουδερό (1882-1956) από τη γνωστή οικογένεια των Τσουδερών του Ρεθύμνου.

20 Απριλίου 1941, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου Γεώργιος (Ρεντίνα Αγράφων 1886 - Αθήνα 1948) με την ανοχή και άλλων ανώτατων αξιωματικών υπέγραψε τη συνθηκολόγηση του στρατού της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας με τους Γερμανούς, παρά τη θέληση του πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού και του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου (Αθήνα 1883-1955).

Στις 23 Απριλίου έφτασε στην Κρήτη με υδροπλάνο ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ με τον πρίγκιπα Πέτρο, τον πρωθυπουργό Εμμ. Τσουδερό και τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Πάλαιρετ. Η βασιλική οικογένεια με τους υπουργούς, τον διοικητή και τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (είχαν φτάσει με αντιτορπιλικά νωρίτερα στην Κρήτη και αναχώρησαν όλοι μαζί την 1η Μαΐου, για την Αίγυπτο, όπου και πέρασαν την τετράχρονη Κατοχή).

26 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί με αλεξιπτωτιστές καταλαμβάνουν τον Ισθμό της Κορίνθου και από εκεί κατευθύνονται προς την Αθήνα, που καταλαμβάνουν στις 27 Απριλίου αμαχητί. Έτσι συμπληρώνεται η κατάληψη ολόκληρου του ελλαδικού χώρου και των νησιών, πλην της Κρήτης, μέχρι 2 Μαΐου 1941.

26 Απριλίου 1941, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου ορκίστηκε ως πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης συνεργασίας με τους Γερμανούς έπειτα από πρόταση του Γερμανού στρατηγού Μπίλετς και παρέμεινε στην εξουσία έως τον Δεκέμβριο του 1942. Στο τέλος του πολέμου κατηγορήθηκε ως δωσίλογος και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε εισόβια. Πέθανε στη φυλακή το 1948, Ωστόσο, οι Γερμανοί την Κρήτη και τη Μάλτα στοχοποιούν, για να τις χρησιμοποιήσουν ως βάσεις ανεφοδιασμού στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής και για την απόλυτη κυριαρχία τους σε όλη τη Μεσόγειο, ενάντια στη βρετανική επικράτηση. Τελικά, επικράτησε η γνώμη του αρχιστρατήγου Γκέρινγκ (από τους στενότερους συνεργάτες του Χίτλερ) επόμενος στόχος να είναι η Κρήτη, που θα καταλάμβαναν άμεσα, χρησιμοποιώντας τα επίλεχτα σώματα των αλεξιπτωτιστών.

Την Κρήτη υπεράσπιζαν 30.000 Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, υπό την ηγεσία του Αυστραλού στρατηγού Μπέρναντ Φράυμπεργκ, η Σχολή Χωροφυλακής, που είχε αποβιβαστεί στη Σούδα στις 10 Απριλίου 1941, Έλληνες στρατιώτες, νεοσύλλεκτοι, 300 πρωτοετείς της Σχολής Ευελπίδων, που αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Γερμανούς, απομεινάρια του Αλβανικού Μετώπου που πρόλαβαν να φτάσουν με πλοία στην Κρήτη, και σύσσωμος ο λαός του νησιού, άνδρες, γέροι, γυναίκες και παιδιά.

Είναι 20 Μαΐου 1941, πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης, και τον ουρανό του νησιού σκίασαν μαύρα κοράκια και αρπαχτικά παντός είδους, με σιδερένια φτερά και άγρια μουγκρητά, σε ώρα ειρήνης και ενασχόλησης των Κρητικών στην ύπαιθρο με αγροτικές δουλειές και άρχισαν να σκορπούν παντού τη φωθιά και τον θάνατο. Ήταν τα γνωστά Στούκας, αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως, με στόχο και σκοπό να πλήξουν το ηθικό των Κρητικών και να προετοιμάσουν το έδαφος για τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών. Αυτό το επίλεχτο σώμα των Γερμανών με άρτια εκπαίδευση και σύγχρονο εξοπλισμό.


Μετά τις βροντές και αστραπές από τους συνεχείς βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς, ακολούθησαν οι ρίψεις των σιδηρόφραχτων αλεξιπτωτιστών με την πιο σκληρή υποδοχή των υπερασπιστών. Οι περισσότεροι από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή στον αέρα, πριν προλάβουν να πατήσουν την κρητική γη.

Έτσι φτάσαμε στη δεκαήμερη Μάχη της Κρήτης (20 Μαΐου 1941 - 30 Μαΐου 1941), η οποία διέψευσε κάθε χιτλερική προσδοκία, με τους χιλιάδες νεκρούς και τα πολλά καταστρεμμένα αεροσκάφη. Το ακόλουθο γερμανικό σήμα φανερώνει του λόγου το αληθές και το μέγεθος της απρόσμενης συμφοράς:

«Χθες Πέμπτη, 22 Μαΐου 1941, μια σμηναρχία έχασε 14 αεροσκάφη από τα 46 που διέθετε. Μιας άλλης σμηναρχίας από τα 46 αεροσκάφη αχρηστεύτηκαν τα 37, με συνολικές απώλειες, στο τέλος της μάχης, 220 καταστρεμμένα αεροσκάφη και 150 με σοβαρότατες ζημιές».

Άγια γη! Δεν έσκυψες ποτέ σου

όσα κι αν ήταν των εχθρών τ’ ασκέρια,

γιατί στων φαραγγιών τα στενορρύμια

λεύτεροι ζούνε Κρητικοί κι αγρίμια

(Κ. Καβάφης)

Παρά τις νίκες των αμυνομένων των πρώτων ημερών, το ανελέητο σφυροκόπημα συνεχίζεται, με αποτέλεσμα το αεροδρόμιο του Μάλεμε δεν άντεξε περισσότερο και έπεσε στα χέρια των Γερμανών . Με εύκολο πια και γρήγορο ανεφοδιασμό και τον δρόμο ανοιχτό για τα αεροδρόμια Ρεθύμνου και Ηρακλείου, που παρά τη σθεναρά αντίσταση των υπερασπιστών, ακολούθησαν τη μοίρα τους. Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί με τον στρατηγό τους Φράυμπεργκ επιβιβάστηκαν (28 Μαΐου 1941) στα πλοία που είχαν σταλεί από το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, για την Αλεξάνδρεια, όπου και συνέχισαν τον αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του εθνικοσοσιαλισμού, του σκότους και της ντροπής.


Το νησί των γενναίων, των αγώνων και της αντοχής, ύστερα από δεκαήμερες σκληρές μάχες, είχε καταληφθεί, με βαρύτατες απώλειες στο επίλεχτο σώμα των αλεξιπτωτιστών. Και όπως ορθά παρατήρησε ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ: «Ο Γκέρινγκ κέρδισε μόνο μια πύρειο νίκη στην Κρήτη, διότι με τις δυνάμεις που σπατάλησε εκεί, θα μπορούσε εύκολα να καταλάβει την Κύπρο, το Ιράκ, τη Συρία, ίσως ακόμα και την Περσία». Χώρες στρατηγικής σημασίας για το αποτέλεσμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για τα άφθονα πετρέλαια που διαθέτουν.

Ο Baldwin, στο βιβλίο του σχετικά με τις αποφασιστικές μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για τους Βρετανούς, η Μάχη της Κρήτης ήταν λάθος αντιπαράθεση, στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή. Από στρατηγικής άποψης, το νησί δεν άξιζε το τίμημα που κλήθηκε να πληρώσει, τόσο ο επιτιθέμενος όσο και ο αμυνόμενος».

Το νησί έπεσε στα χέρια των Γερμανών, γιατί δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις, άρτια εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες, για να αντιταχθούν κατά των Γερμανών, με την άριστη εκπαίδευση και τον σύγχρονο εξοπλισμό. Δεν υπήρχαν αεροδρόμια, οχυρά, τροφές και πυρομαχικά. Δεν πρόλαβε να κατέβει η 5η Μεραρχία από την Αλβανία, που όταν άφηνε την Κρήτη για το Αλβανικό Μέτωπο, τον Νοέμβριο του 1940, πήρε μαζί της και το τελευταίο κιβώτιο των πυρομαχικών. Και το σπουδαιότερο, δεν υπήρχε αεροπορική κάλυψη των γενναίων υπερασπιστών.

Ο Τσόρτσιλ (1874-1965), ο Βρετανός πρωθυπουργός της Νίκης, ομολόγησε κάποτε: «Δεν μπορούσαμε να διαθέσουμε στην Κρήτη ούτε ένα πυροβόλο εις βάρος άλλων επιτακτικών αναγκών» και εννούσε το μέτωπο της Βορείου Αφρικής, που εκείνη την εποχή ο Γερμανός στρατηγός Ρόμελ ήταν θριαμβευτής. Ο ίδιος, μάλιστα, ο στρατηγός Φράυμπεργκ παραπονέθηκε στην Κυβέρνησή του πως οι δυνάμεις δεν ήταν αρκετές για τη σωστή άμυνα του νησιού.

Η Κρήτη, το νοτιότερο οχυρό της χώρας μας, κατελήφθη από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και ο πόλεμος που ξεκινούσε από τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου έπαιρνε τέλος τον Μάιο του 1941. Όμως, το φρόνημα των Κρητικών διατηρήθηκε, όλη την τετράχρονη Κατοχή, αλώβητο, και ακμαίο, με αποτέλεσμα τη γέννηση της Εθνικής Αντίστασης, από το φθινόπωρο του 1941, και μάλιστα από τους Φιλίππους του δήμου Αρκαλοχωρίου υπό την σωστή καθοδήγηση του βιαννίτη εθνομάρτυρα, αδάμαστου και ασυμβίβαστου αξιωματικού Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, και στο σπίτι του Γιάννη Αγγελάκη, απόστρατου αξιωματικού και γενναίου μαχητή στην Μικρά Ασία. 

Αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής, παρά τα σκληρά και απάνθρωπα μέτρα που χρησιμοποιούσε ο κατακτητής, για να κάμψει το φρόνημα των αντιστασιακών.

Χαρακτηριστική η ακόλουθη διαταγή του στρατάρχη Κάιτελ που εφάρμοσαν απόλυτα ο διοικητής του φρουρίου Κρήτης, στρατηγός Μπρόγιερ και ο διοικητής των δυνάμεων Κατοχής στρατηγός Μύλλερ: «Για κάθε Γερμανό στρατιώτη που δολοφονείται να εκτελούνται 50-100 πολίτες της περιοχής όπου έγινε ο φόνος». Με στόχο και σκοπό να φοβηθεί ο πληθυσμός των κατεχόμενων χωρών και να σταματήσει τα σαμποτάζ κατά των Γερμανών. Άλλωστε, «η ζωή του εχθρού της Γερμανίας ουδεμία αξία έχει».

Όμως, παρά τη σκληρή αυτή διαταγή, οι αντιστασιακοί της Κρήτης αδιαφορούν για τις συνέπειες, προχωρούν σε δολοφονίες Γερμανών και συνεργατών τους, των γνωστών κεσταμπιτών, σε σαμποτάζ στα αεροδρόμια Ηρακλείου και Καστελλίου, με αποκορύφωμα την πολυθρύλητη απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, στις 24 Απριλίου 1944, από τα συνταρακτικότερα αντιστασιακά γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προεόρτιο της απόβασης στη Νορμανδία, στις 6 Ιουνίου 1944, από τις συμμαχικές δυνάμεις, που χάραζε και το τέλος του πολέμου. Ενός πολέμου από τους αιματηρότερους που γνώρισε η ανθρωπότητα από τα βάθη των αιώνων, με 36.000.000 νεκρούς μάχιμους και αμάχους, με εκατομμύρια ακρωτηριασμένους, με ανυπολόγιστες υλικές ζημιές και την Ευρώπη να πληρώνει τον μεγαλύτερο φόρο αίματος και υλικών ζημιών, γιατί βρέθηκε στο κέντρο των δύο μεγάλων πολέμων.


Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος άρχισε να παρουσιάζει σημεία κόπωσης και κατάρρευσης και η πλάστιγγα γέρνει στις συμμαχικές δυνάμεις από το καλοκαίρι του 1943.

10 Ιουλίου 1943, οι συμμαχικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Σικελία, υπό τον στρατηγό Αλεξάντερ, την οποία υπερασπίζουν 220.000 Ιταλοί και 70.000 Γερμανοί. Στις 16 Αυγούστου του ίδιου έτους η κατάληψη της Σικελίας είχε συντελεστεί, με τη συνάντηση των αμερικανικών στρατευμάτων του Πάττον με τα βρετανικά του Μοντγκόμερι(1887-1976), στη Μεσσήνη.

25 Ιουλίου 1943, ο Μουσολίνι(1883-1945) καθαιρέθηκε από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο και οι εξουσίες ανατέθηκαν στον βασιλιά Βίκτορα-Εμμανουήλ, που με τη σειρά του ανέθεσε στον στρατάρχη Μπαντόλιο τον σχηματισμό κυβέρνησης που ζήτησε ανακωχή. Ο Μουσολίνι απελευθερώνεται από Γερμανούς κομάντος, σχηματίζει κυβέρνηση στη Βόρεια Ιταλία και ο πόλεμος, που είχε αρχίσει με την απόβαση των συμμάχων στη Νότια Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 1943, συνεχίζεται από τους Γερμανούς, με φονικότατες μάχες, για να τερματιστεί υπέρ των συμμάχων στις 5 Ιουνίου 1944, με την είσοδό τους στην αιώνια πόλη, στην κοσμοξάκουστη τη Ρώμη.

Είναι γνωστό το τέλος του Μουσολίνι και του κάθε δικτάτορα. Συνελήφθη για δεύτερη φορά (τώρα από Παρτιζάνους) και μαζί με την ερωμένη του, Κλάρα Πετάτσι, που του έμεινε πιστή σε όλη του τη ζωή, εκτελέστηκαν και διαπομπεύτηκαν.

Όλες αυτές οι μεγάλες επιτυχίες των συμμάχων το 1943 δημιουργούν και τις μεγάλες προσδοκίες στους υπόδουλους λαούς, που πιστεύουν ότι έφτασε το τέλος του εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού και αναμένουν τη λύτρωση από στιγμή σε στιγμή. Οι συζητήσεις και οι φήμες δίνουν και παίρνουν, περί απόβασης των συμμάχων στο νησί και ο ενθουσιασμός κορυφώνεται, με αποτέλεσμα πολλοί Κρητικοί να προβαίνουν σε αντιστασιακές πράξεις επικίνδυνες, να ακολουθούν συλλήψεις, βασανισμοί, φυλακίσεις, ομηρίες και εκτελέσεις από τα στρατεύματα της Κατοχής.

Έτσι ερμηνεύεται και η Μάχη της Σύμης, με τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν στην Επαρχία Βιάννου και Ιεράπετρας. Μετά την προσχώρηση του στρατηγού Κάρτα και μέρος των δυνάμεων των Ιταλών του νομού Λασιθίου στην αντάρτικη ομάδα του Εμμανουήλ Μπαντουβά, η πίστη γιγαντώνεται ότι η απόβαση σύντομα θα γίνει πραγματικότητα. Έτσι, μια μικρή ομάδα ανδρών από τις ανταρτικές ομάδες του Εμμανουήλ Μπαντουβά, που δεν ξεπερνά τα δάχτυλα του ενός χεριού, κατεβαίνει στο χωριό Σύμη, της Επαρχίας Βιάννου και στις 10 Σεπτεμβρίου 1943, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, εκτελεί τους δυο Γερμανούς του φυλακίου (ο τρίτος απουσίαζε) και τα πτώματά τους μεταφέρονται, πάνω σε ζώα, στον Ομαλό, όπου το λημέρι των ανταρτών.

Οι Γερμανοί, όταν πληροφορήθηκαν το δυσάρεστο αυτό γεγονός, άρχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις στη Βιάννο, για να χτυπήσουν την αντίσταση και την πράξη των Κρητικών και να εκδικηθούν τον θάνατο των δύο Γερμανών στρατιωτών. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, ένας λόχος Γερμανών αναχώρησε από τη Βιάννο για τη Σύμη, παίρνοντας μαζί του και 13 ομήρους από τα χωριά που περνούσαν, ανάμεσά τους και ο παπάς και δάσκαλος από το Κεφαλοβρύσι, Ματθαίος Γιαλιαδάκης, για να τους χρησιμοποιήσουν ως ασπίδα έναντι των ανταρτών και μετά την επίτευξη του σκοπού να τους εκτελέσουν.

Οι Γερμανοί προχώρησαν στα στενά και δυσπρόσιτα πετρομονοπάτια της Σύμης, όπου δέχτηκαν τα ομαδικά πυρά των ανταρτών του Εμμ. Μπαντουβά, υπό την ηγεσία του Χρήστου Μπαντουβά, του Γιάννη Μποδιά και άλλων, αιφνιδιάστηκαν, υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες και 13 αιχμαλώτους. Οι 13 όμηροι με τις πρώτες ομοβροντίες πέρασαν στις τάξεις των ανταρτών.

Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου, περισσότεροι από 2.000 Γερμανοί μεταφέρθηκαν στην περιοχή των γεγονότων. Οι αντάρτες υποχώρησαν προς το λημέρι του Ομαλού, παίρνοντας μαζί τους τους 13 αιχμαλώτους, με την απόφαση να τους σεβαστούν και να τους προωθήσουν, σε πρώτη ευκαιρία, στην Αλεξάνδρεια.

Όμως, τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν εναντίον του άμαχου πληθυσμού της Επαρχίας Βιάννου και Ιεράπετρας λειτούργησαν αρνητικά για τη σωτηρία των αιχμαλώτων. Δυστυχώς, το δίκαιο των ανταρτών απέχει πολύ από το διεθνές δίκαιο και ύστερα από λίγες μέρες τους εκτέλεσαν, έντεκα (11) τον αριθμό, γιατί οι δύο είχαν δραπετεύσει, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσαν να τους φυλάσσουν και να τους τρέφουν οι λίγοι αντάρτες που είχαν παραμείνει στο λημέρι του Ομαλού.

Επίλογος όλων αυτών, η τραγωδία που γνωρίσαμε, η μεγαλύτερη και συνταρακτικότερη, που παίχτηκε στα χωριά της Βιάννου, τις αποφράδες εκείνες μέρες του Σεπτεμβρίου 1943. Θύματα, αθώες και ανυπεράσπιστες υπάρξεις, με εντολή του στρατηγού Μπρόγιερ, διοικητή του φρουρίου Κρήτης, συνταγματάρχη και διοικητή του Α΄ συντάγματος αλεξιπτωτιστών που πέσανε στην Κρήτη, στον σκληροτράχηλο στρατηγό Μύλλερ, τον γνωστό σφαγέα της Κρήτης, όπως είχε χαρακτηριστεί. Η διαταγή έλεγε τα εξής: «Καταστρέψετε την Επαρχία Βιάννου και εκτελέσετε πάραυτα χωρίς δισταγμό τους άρρενες που είναι κάτω των 16 ετών και όλους που συλλαμβάνονται στην ύπαιθρο, ανεξαρτήτου φύλου και ηλικίας».

Δυστυχώς, ο εθνικοσοσιαλισμός του Χίτλερ και τα ανθρωπόμορφα τέρατα που εξέθρεψε δεν άκουσαν ποτέ τις φωνές των μεγάλων συμπατριωτών τους, διανοητών, που σε κάθε ευκαιρία εξέφραζαν την αγάπη και τον θαυμασμό τους στην Ελλάδα, τη γη της οποίας καταρράκωναν και κατέστρεφαν και σκότωναν χωρίς λόγο τα παιδιά της, κατά παράβαση των κανόνων και των νόμων του διεθνούς δικαίου. «Ό,τι είναι ο νους και η καρδιά για τον άνθρωπο, είναι και η Ελλάδα για την ανθρωπότητα» - Γκαίτε (1749-1832) και «Όπως τα άνθη στολίζουν τη γη και τα άστρα τον ουρανό, έτσι και η Αθήνα την Ελλάδα και η Ελλάς την ανθρωπότητα» - Χέρντερ (1744-1803, Γερμανός φιλόσοφος, θεολόγος και κριτικός).

Αν είχαν μελετήσει τον Άγγλο ποιητή Σέλεϋ (1792-1822), ρωμαλέο στοχαστή, πολιτικό και μαχητή, και δεν σταματούσαν μόνο στις απατηλές θεωρίες του εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού που εξαγριώνουν τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε ανήμερο θηρίο, σίγουρα οι συμπεριφορές τους θα ήσαν καλύτερες και τα χωριά της Βιάννου και της Ιεράπετρας δεν θα γνώριζαν τα ανουσιουργήματα των ανθρωπόμορφων αυτών μορφών. «Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι, η λογοτεχνία, η θρησκεία, οι τέχνες μας έχουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα» (Σέλεϋ).

Όμως, όλα αυτά αφήνουν ασυγκίνητους τους σκληροτράχηλους ναζί, που τρεις ολόκληρες μέρες δεν θέλουν να αφήσουν τίποτε ζωντανό, τίποτε όρθιο, καίνε και γκρεμίζουν και σκοτώνουν και τρομοκρατούν ό,τι συναντήσουν στο πέρασμά τους, κατά τρόπο απάνθρωπο, ανελέητο και σκληρό.

Αν μιλούσαν τα γκρεμισμένα και καμένα σπίτια, οι μαυροφορεμένες και πρόωρα ρυτιδωμένες χήρες με τα ορφανά τους, πολλά θα είχαν να μας πουν για όσα βίωσαν εκείνη την εποχή, τον Σεπτέμβριο του 1943, που σημάδεψαν ανεπανόρθωτα τη ζωή τους και το πέρασμά τους από τη γη. Εικόνες βιβλικές, εικόνες φρίκης, αποκαΐδια, πόνος πείνα και δυστυχία.


Εικόνες που έζησα κι εγώ, όταν 11χρονο παιδί του οκταταξίου Γυμνασίου Βιάννου, με τον μεγαλύτερο αδελφό μου τον Βαγγέλη και τον συγκάτοικό μας τον Γιώργο Φτυλάκη επισκεφτήκαμε τα καμένα χωριά και συγκεκριμένα το Κεφαλοβρύσι, τον Κρεβατά, το Βαχό και τ’ Αμιρά, με τους 114 νεκρούς, όπου στο σπίτι των αδελφών Ραπτάκη, της Ελένης, της Βασιλικής, της Καλλιόπης,της Τασίας και του Μανώλη φιλοξενηθήκαμε με 10 αυγά τηγανιτά, που κολυμπούσαν στο λάδι, δύο πιάτα ξινόχονδρο καλοψημένο και μοσχομυρισμένο και μια φετούλα, μαύρο και πικρό ψωμί, καμωμένο από αρακά, ρόβι, λίγο κριθάρι και ταγή και δύο μεγάλα πιάτα από ρεδίκια του Ομαλού.

Το φαγητό αυτό το επαναλάβαμε το 1969 στο Αρκαλοχώρι, το ίδιο ακριβώς, για να θυμηθώ το παρελθόν. Έλειπε μονάχα το μαύρο και πικρό ψωμί της Κατοχής. Και τούτο, όταν η μαθήτριά μου, Άννα Μαθιουδάκη (γυμνάστρια μετέπειτα και αείμνηστη σήμερα), από τα όμορφα, αλλά και πολύπαθα Αμιρά, μου έφερε στο σπίτι μια τσάντα με ρεδίκια του Ομαλού. «Σας έφερα, κύριε, τα ρεδίκια του Ομαλού, που μας λέγατε στην τάξη, για να θυμηθείτε τα παλιά, δύσκολα χρόνια και το τραπέζι που σας στρώσανε στο χωριό μου, στ’ Αμιρά, λίγο μετά τα γεγονότα». Η Άννα, μαθήτρια άριστη, γιγαντόσωμη, όλο καλοσύνη, κίνηση και ομορφιά, αδελφή του Νίκου, μαθητής μου κι εκείνος, και συγχρόνως χωροφύλακας στο εκεί Αστυνομικό Τμήμα και στη συνέχεια αξιωματικός, με αξιοπρέπεια και υψηλά ιδανικά σε δύσκολους καιρούς, που τους έκανα μάλιστα το μάθημα της πολιτικής αγωγής. Αυτοί ήσαν οι Κρητικοί στη δύσκολη εκείνη εποχή, που μοίραζαν και το τελευταίο κομμάτι το ψωμί.

Πώς να λησμονήσω το βράδυ που κοιμηθήκαμε στο σπίτι του Σμπουγιαδάκη (γνωστού και φίλου του πατέρα μας), με τα τέσσερα μεγάλα παιδιά, τον Μανώλη, τη Μαρία (μαυροφορεμένη, με το τσεμπέρι σφυχτοδεμένο στο πρόσωπό της, αμίλητη και πονεμένη για τον άνδρα της, τον Κουντουράκη, θύμα και αυτός της μεγάλης τραγωδίας), την Άννα και την Κατίνα, τη ζεστή κρητική φιλοξενία και τον γλυκό και παρατεταμένο ύπνο μας κάτω από το πράσινο, στο Κεφαλοβρύσι, το μουρμουρητό του νερού και τα καμένα και γκρεμισμένα σπίθια.

Και όλα αυτά μου φέρνουν στη μνήμη το ακόλουθο χωρίο από την ιστορία του Ηροδότου: «Ουδείς ούτως ανόητός εστιν, ώστε πόλεμον προ ειρήνης αιρέεται. Εν γαρ τη ειρήνη οι υιείς τους πατέρες θάπτουσιν, εν δε τω πολέμω οι πατέρες τους υιείς». Και δεν είχα άδικο με όσα αντίκρισα, με το ξημέρωμα στο Κεφαλοβρύσι, στον Κρεβατά και στα Αμιρά, με τους πολλούς αδικοχαμένους. Παιδιά ξυπόλητα, ρακένδυτα και πεινασμένα, με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, πριν προλάβουν να χαρούν τη ζωή. Σπίθια γκρεμισμένα και καμένα, λίγους γέρους και μαυροφορεμένες να ζουν έντονα το δράμα που πέρασαν. Γυναίκες μαυροντυμένες από το κεφάλι μέχρι και τα πόδια, σαν καλόγριες μεσαιωνικού μοναστηριού, αποφασισμένες να σταθούν στα πόδια τους, να αναθρέψουν τα ορφανά, να συντηρήσουν τους γέροντες γονείς, να ξαναχτίσουν τα καμένα και γκρεμισμένα σπιτικά και να οργανώσουν το βιος τους, το σήμερα και το αύριο.

Σκοτώσανε Πευκιώτες 

και σφάξαν Συμιακούς,

Μιρά, Κεφαλοβρύσι 

δεν ’φήκαν ζωντανούς. 

Αυτή είναι η Κρήτη, με τους Κρητικούς και τις Κρητικές στους πιο δύσκολους αυτούς καιρούς «κάτι πιο πάνω από τη ζωή και τον θάνατο», όπως μας τους παρουσιάζει στο έργο του ο Νίκος Καζαντζάκης «που σε κάνουν να νιώθεις υπερήφανος που γεννήθηκες εδώ».

14, 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1943, μέρες αποφράδες, δαντικής και σαιξπηρικής τραγωδίας για τα χωριά της Βιάννου, με τους 330 νεκρούς, πολλοί από αυτούς γυναίκες, γέροι, αμούστακα παιδιά. Μόνο ένας Σοφοκλής, ένας Ευριπίδης και ένας Αισχύλος θα μπορούσαν να παρουσιάσουν, σε σειρά έργων, το μέγεθος της συμφοράς που ζήσανε όσοι απόμειναν από το πέρασμα των ναζί από τα χωριά: Άγιος Βασίλης, Αμιρά, Άνω Βιάννο, Βαχό, Καλάμι, Κάτω Βιάννο, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά, Πεύκο, Συκολόγο, Σύμη, Χόνδρο και τα χωριά της Ιεράπετρας: Γδόχια, Μάλες, Μουρνίες, Μύθοι, Μύρτο, Πρασά, Ριζά και Χριστό, με τους 131 νεκρούς.

14 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα του Τιμίου Σταυρού, με τους Βιαννίτες να εκκλησιάζονται στις εκκλησιές του χωριού και τους Γερμανούς να έχουν κυκλώσει το χωριό, να χτυπούν τις πόρτες των σπιθιών, να κινούνται νευρικά, να τρομοκρατούν, να απειλούν και με βλέμματα βλοσυρά να σπείρουν περισσότερο τον πανικό, να καλούν και να συλλαμβάνουν τους κατοίκους, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας και να τους οδηγούν στην πλατεία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, στο μικρό Πλάτανο και γύρω, γύρω στημένα τα πολυβόλα για το αποτρόπαιο έγκλημα.

Θύματα αυτών των συλλήψεων κι εγώ με τον αδελφό μου τον Βαγγέλη, τον Νικολή Επιτροπάκη, τον μετέπειτα άξιο ιερέα του χωριού μας, τα Καλύβια, τον Αλέκο Παπαδάκη, εγγονό του γεροκρητικού Παπαδία που με την τόλμη, την αποφασιστικότητα, την ακαμψία και τα ακαταμάχητα επιχειρήματά του, έσωσε τους Καλαμιώτες από βέβαιο θάνατο και τη συμμαθήτριά μου Ερασμία Κουμάκη, από τον Καραβάδο και ύστερα από 14 χρόνια σύζυγό μου. Η παραμονή μας εκεί και υπό τη θέα των πολυβόλων των Γερμανών κράτησε πολύ, με τον φόβο να είναι ζωγραφισμένο στα πρόσωπα των περισσοτέρων. Ίσως ήμουν από τους λίγους που δεν φοβήθηκε, όχι γιατί ήμουν γενναίος, αλλά λόγω ηλικίας, εντεκάχρονο παιδί τότε, δεν είχα συνειδητοποιήσει το τι μας περιμένει. 

Έπειτα από τέσσερις ώρες παραμονής, φόβου, αγωνίας, δίψας και πείνας, οι Γερμανοί έδιωξαν εμάς τα παιδιά και τις γυναίκες και τους υπόλοιπους τους οδήγησαν στο Γυμνάσιο, όπου εκρατούντο από την προηγούμενη Καλαμιώτες, Συκολογιανοί και άλλοι κάτοικοι της περιοχής. Την επομένη (15 Σεπτεμβρίου) έδιωξαν τους υπερήλικες, εκτός τον θείο μου, Τίτο Παπαμαστοράκη, με την αιτιολογία ότι ήταν πατέρας του καταζητούμενου γιατρού και αντιστασιακού Γεωργίου Τ. Παπαμαστοράκη, του γνωστού Γερουλάνου.

Το μαρτύριο των κρατουμένων κράτησε μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1943, όπου και τους άφησαν ελεύθερους, έπειτα από τη σθεναρά στάση του τοποτηρητή της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης, αρχιμανδρίτη Ευγένιου Ψαλιδάκη, του Επισκόπου Πέτρας, Διονυσίου Μαραγκουδάκη και άλλων αξιωματούχων εκείνης της εποχής.

Και όλα αυτά προς τι; Για ποιο στόχο και σκοπό η εκτέλεση των δυο Γερμανών του φυλακίου Σύμης, από μια ολιγάριθμη ομάδα ανταρτών; Ενήργησαν αυτοπροαίρετα, έπειτα από ενθουσιασμό που δημιουργήθηκε από τις επιτυχημένες αποβάσεις, το φθινόπωρο του 1943, στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία και την προσχώρηση του στρατηγού Κάρτα και μέρος των ιταλικών δυνάμεων του νομού Λασιθίου, το καλοκαίρι του ίδιου έτους, στις τάξεις των ανταρτών, όπως λεπτομερώς προανέφερα, ή πήραν την εντολή από το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, με το οποίο είχαν επαφή; Ομολογώ ότι παρά τις έρευνες στις οποίες έχω προβεί, μέχρι σήμερα, απάντηση ξεκάθαρη, πειστική και κατηγορηματική δεν έχω βρει.

«Ο νόμος όταν απ’ τη γνώμη του σοφού

δεν γίνεται για κάτι θεόσταλτο,

στραγκαλιστής και πνίχτης είν’ ο νόμος»

(Κ. Παλαμάς)

Και λαοί που δεν κυβερνώνται από νόμους, κυβερνώνται από τυράννους. Η διαταγή των δυο στρατηγών, Μπρόγιερ και Μύλλερ, εφαρμόστηκε επακριβώς από σκληροτράχηλους ναζί, με τη συμμετοχή των ταγμάτων θανάτου των γνωστών Ες Ες και του καταδιωχτικού αποσπάσματος των αδίσταχτων κεσταμπιτών, υπό τη διοίκηση του λοχία Σούμπερτ, γνωστού για τη βαρβαρότητα και τις εκατόμβες των θυμάτων, τις φυλακίσεις και τους ξυλοδαρμούς σε βάρος Βιαννιτών και Ιεραπετριτών και γενικότερα των Κρητικών.


Δυστυχώς, ο πληθυσμός των χωριών της Βιάννου πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για την εκτέλεση των δυο Γερμανών στρατιωτών και περισσότερο από το απόσπασμα των κεσταμπιτών. Απόσπασμα που είχε συγκροτηθεί από τον Μπρόγιερ, με συμπεριφορές απάνθρωπες, ανελέητες και σκληρές και με απεριόριστες εξουσίες στον διοικητή, τον Φριτς Σούμπερτ, αδίσταχτο λοχία και στυγνό εγκληματία, που συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα της Βιάννου, τα δραματικά.

Παραμονή Χριστουγέννων του 1943 και δυο κεσταμπίτες και μετά από εντολή του αρχιδήμιου Σούμπερτ κατέφτασαν στα Καλύβια, πάνω σε άλογα, με γερμανικές στολές και τα όπλα στα χέρια, να πυροβολούν, για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους του χωριού. Έπειτα απ’ όλα αυτά, κατέβηκαν από τα άλογα, άρχισαν τις απειλές των Καλυβιανών, για να τους φέρουν τα όπλα και να μαρτυρήσουν τα κρησφύγετα και το πέρασμα των ανταρτών από το χωριό. Και το χειρότερο! Συνέλαβαν τον Κοσμά τον Σφακιανάκη, μετά τις αρνήσεις των Καλυβιανών στα ερωτήματα των κεσταμπιτών και ξέσπασαν σ’ αυτόν. Επί ώρες τον βασάνιζαν και τον χτυπούσαν αλύπητα, για να μαρτυρήσει. Όμως, ο γενναίος Καλυβιανός, αν και γνώριζε πολλά, κράτησε το στόμα κλειστό και έσωσε την τιμή του και το χωριό.

Όλο αυτό το αποτρόπαιο σκηνικό το παρακολούθησα με λύπη και θαυμασμό, και τον Κοσμά να μεταφέρεται στο σπίτι του σε κάθισμα, σκεπασμένο με σεντόνες, πλημμυρισμένο από αίμα, παράλυτο και ημιθανή. Ένιωσα λύπη για τους βασανισμούς του Κοσμά του Καλυβιανού, από τα δυο ανθρωπόμορφα τέρατα, των αδίσταχτων κεσταμπιτών, και θαυμασμό για την εχεμύθεια, τη γενναιότητα και το μεγαλείο της ψυχής του δικού μας Καλυβιανού Κοσμά, που μου θύμισε τον γενναίο ρασοφόρο, τον Κοσμά τον Αιτωλό (1714-1779) και τη θυσία του. Ομολογώ ότι αυτή η εικόνα και η αποτρόπαια δαντική σκηνή με ακολούθησε και με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή.

Είναι γνωστό το τέλος των δυο πρωταγωνιστών Γερμανών στρατηγών στα γεγονότα της Βιάννου, του Μπρόγιερ και του Μύλλερ. Στο τέλος του πολέμου, και συγκεκριμένα το 1947, εκδόθηκαν στην Ελλάδα, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, από το Στρατοδικείο Χανίων και εκτελέστηκαν στην Αίγινα, στις 20 Μαΐου 1947. Σκληρότερο το τέλος του αρχιδήμιου Σούμπερτ, του λοχία και διοικητή του αποσπάσματος των προδοτών, των αδίσταχτων βασανιστών και εκτελεστών. Το Στρατοδικείο, μάλιστα, τον χαρακτήρισε έναν από τους στυγνότερους εγκληματίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον καταδίκασε για σωρεία κακουργηματικών πράξεών του εις βάρος αθώων πολιτών 27 φορές σε θάνατο. Εκτελέστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1947 στη Θεσσαλονίκη. Ίδια και η μοίρα των περισσότερων κεσταμπιτών, με τον πέλεκυ της δικαιοσύνης να πέφτει πάνω τους αμείλικτος και σκληρός.

Εδώ σταματώ άθελά μου το ιστορικό οδοιπορικό μου, μέσα από δυσκολοδιάβατα πετρομονοπάτια, για να δώσω τον λόγο στον μεγάλο μας ιστορικό Θουκυδίδη και στους 461 αδικοχαμένους μας νεκρούς, που πότισαν το δένδρο της ελευθερίας, της ανδρείας και της αρετής:

«Εμοί δεν αρκούν αν εδόκει είναι ανδρών αγαθών έργω γενομένων, έργω και δηλούσθαι τας τιμάςι» - Θουκυδίδης - Επιτάφιος Περικλέους

(«Οι άνδρες που αναδείχτηκαν γενναίοι με τις πράξεις τους, με έργα, πρέπει να τους τιμούμε και όχι με λόγια»).

Γενναίοι της Βιάννου και της Ιεράπετρας: «Άνδρες εστέ τήσδε της γης άξιοι και του πέπλου». Να είστε βέβαιοι ότι μέχρι να υπάρχει Βιαννίτης, Γεραπετρίτης και γενικότερα Κρητικός, θα σας τιμούμε, θα σας δοξολογούμε και θα σας μνημονεύουμε. Ο θάνατός σας στάθηκε αδύνατος να διαγράψει τη φωτεινή σας πορεία, την προσφορά σας σ’ αυτόν τον τόπο και την τόλμη με την οποία αντικρίσατε τις κάννες των πολυβόλων, των πιο σκληρών Βανδάλων, αιμοβόρων και απάνθρωπων ναζιστών.

Η μνήμη σας θα παραμείνει αιώνια, ζωντανή και δυνατή με τη δική μας την υπόσχεση: όχι πια πόλεμο, όχι άλλες άδικες εκατόμβες νεκρών, ειρηνική συνύπαρξη των λαών κάτω από τον ίδιο ουρανό.

«Και το πένεσθαι ουχ ομολογείν τινί αισχρόν, αλλά το μη διαφεύγειν έργω αίσχιον» - Θουκυδίδης - Επιτάφιος Περικλέους

(«Ντροπή δεν είναι να παραδέχεται κανείς τη φτώχεια. Μεγαλύτερη ντροπή είναι να μην προσπαθεί με τη δουλειά να γλιτώσει από αυτήν»).

Αυτά για τους δύσκολους καιρούς που περνά η πατρίδα μας, το μέλλον και η αξιοπιστία της, από τα λάθη που διαπράξαμε στο παρελθόν και από τα συμφέροντα των ισχυρών και τη σκληρή στάση των δανειστών. Αυτή και η μοναδική απαίτηση, για τώρα, των μεγάλων μας νεκρών, που πλήρωναν, δυστυχώς, 3.000.000 δραχμές το μήνα στο διάστημα της τετράχρονης Κατοχής, για να τρέφουν τα στρατεύματα κατοχής των Γερμανών.

Ελάτε, λοιπόν, να προχωρήσουμε σε έργα αναπτυξιακά, με δουλειά, πολλή δουλειά, άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι και παιδιά, για μια Ελλάδα σύγχρονη, ισχυρή, σεβαστή, ευημερούσα και δημιουργική, με την πίστη ότι το μέλλον των επόμενων γενιών θα είναι καλύτερο από των σημερινών.

Αυτή είναι και η προσταγή των μεγάλων μας νεκρών. 

* Ο Μανώλης Γ. Παπαμαστοράκης είναι φιλόλογος, πρώην λυκειάρχης- συγγραφέας.


Αναδημοσίευση Ρatris

Με αφορμή τον εορτασμό της επετείου για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το Εθνικό Ίδρυμα ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», θα πραγματοποιήσει εκδήλωση τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου στις 7 το απόγευμα, στην αίθουσα «Σταύρος Σ. Νιάρχος» του κτιρίου Διοικητικών και Επιστημονικών Υπηρεσιών του Ιδρύματος, στη Χαλέπα Χανίων.
Την εκδήλωση θα τιμήσουν με την παρουσία τους ο υπουργός Επικρατείας Χαράλαμπος Παμπούκης, ο υφυπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Σταύρος Αρναουτάκης και αντιπροσωπεία του Δήμου Πάφου, με επικεφαλής το Δήμαρχο Σάββα Βέργα.
Ομιλητής της εκδήλωσης θα είναι ο Πρόεδρος ΤΕΔΚ Νομού Λασιθίου, Δήμαρχος Νεάπολης Νικόλαος Καστρινάκης.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, λόγω της μεγάλης προσφοράς τους προς το Ίδρυμα, θα αναγορευτούν σε Εταίρους του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» οι:
- Εμμανουήλ Γαμπάς, Συνταξιούχος
- Αθηνά Καβουλάκη-Μπονάτου, Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης
- Εμμανουήλ Μανούσακας, Συλλέκτης-Ιστορικός Ερευνητής
- Βασίλειος Τωμαδάκης, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.
 
 
Αναδημοσιευση απο Ρεθεμνιωτικα Νεα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου