Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Η παιδική μοναξιά που ενηλικιώθηκε μέσα μας,



 Αυτοβοήθεια

Άρθρα αυτοβοήθειας, συμβουλευτικής, ψυχολογίας και ψυχικής υγείας, από εξειδικευμένους συνεργάτες, ψυχολόγους, ψυχιάτρους, συμβούλους ψυχικής υγείας. Καθημερινή ανανέωση με νέα άρθρα. 


Η παιδική μοναξιά που ενηλικιώθηκε μέσα μας,

Η μοναξιά στην παιδική ηλικία δεν εμφανίζεται πάντοτε ως τραγικό γεγονός. Συχνά έχει την υφή μιας σιωπής που περνά απαρατήρητη: το παιδί που δεν ενοχλεί, που δεν ζητά, που δεν απαιτεί χώρο ή προσοχή∙ το παιδί που μαθαίνει να αναδιπλώνει τον εαυτό του για να μην επιβαρύνει τον κόσμο.


Στην ψυχοδυναμική σκέψη, αυτή η μορφή μοναξιάς δεν αποτελεί απλώς μια εξωτερική συνθήκη αλλά έναν τρόπο ύπαρξης που εγγράφεται στο ψυχικό σώμα πριν ακόμη αποκτήσει λόγο. Μεγαλώνοντας, πολλοί ενήλικες ανακαλύπτουν ότι αυτή η πρώιμη μοναξιά δεν διαλύθηκε∙ απλώς ωρίμασε μέσα τους, μεταμφιεσμένη σε αυτονομία, υπευθυνότητα ή υπερεπάρκεια.


Ο Winnicott (1965) περιγράφει το παιδί που αναγκάζεται να προσαρμοστεί υπερβολικά στις ανάγκες του περιβάλλοντος ως έναν ψυχισμό που δεν είχε την ευκαιρία να βιώσει την αυθεντική του παρουσία. Στην περίπτωση αυτή, η μοναξιά δεν συνδέεται με την απουσία ανθρώπων, αλλά με την απουσία συναισθηματικής αντανάκλασης — την έλλειψη ενός βλέμματος που να βλέπει, ενός ακροατή που να ακούει, ενός άλλου που να επιτρέπει στο παιδί να υπάρχει χωρίς να προστατεύει τους άλλους από την ύπαρξή του.

Η McDougall (1995) μιλά για «σιωπηλές ψυχές» που μεγαλώνουν μέσα σε περιβάλλοντα όπου το παιδί μαθαίνει να μη διαταράσσει την εύθραυστη ισορροπία των άλλων. Η μοναξιά, λοιπόν, λαμβάνει τον χαρακτήρα μιας ψυχικής οικονομίας: μιας πρώιμης προσπάθειας αυτορύθμισης, η οποία καταγράφεται ως επιβίωση.


Καθώς το παιδί ενηλικιώνεται, η μοναξιά μετατίθεται σε άλλες μορφές: δυσκολία στη διεκδίκηση, αποφυγή του συναισθηματικού κινδύνου, τάση για υπερπροσφορά, ένα μόνιμο αίσθημα ότι πρέπει να στηρίζει χωρίς ποτέ να ζητά.



Στην κλινική πράξη, πολλοί άνθρωποι που περιγράφουν εαυτούς ως «δυνατούς» ή «ανθεκτικούς» καταλήγουν, μέσα στη θεραπευτική σχέση, να συναντούν έναν εσωτερικό πυρήνα ευαλωτότητας που δεν βρήκε ποτέ χώρο να αρθρωθεί.


Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο μέρος των ενήλικων δυσκολιών στη συναισθηματική εγγύτητα συνδέεται με πρώιμες εμπειρίες όπου το παιδί έμαθε να είναι μόνο του, όχι επειδή το προτιμούσε, αλλά επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να υπάρξει (Siegel, 2012).


Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα είναι η μεταμφίεση της παιδικής μοναξιάς σε υπερλειτουργικότητα. Η ενηλικιωμένη εκδοχή της μοναξιάς δεν είναι το απομονωμένο άτομο, αλλά εκείνος που έχει διαρκώς ευθύνη για τους άλλους.


Η λειτουργική υπερεπάρκεια κρύβει συχνά ένα παιδί που δεν είχε χώρο να εκφράσει ανάγκη, οργή ή φόβο. Στην ενήλικη ζωή, αυτό οδηγεί σε σχέσεις όπου ο άνθρωπος φοβάται να αποτελέσει βάρος. Το αποτέλεσμα είναι παράδοξο: ασφάλεια επιδιώκεται μέσα από την απόσταση. Πρόκειται για την «ψευδοαυτονομία», ένα φαινόμενο που η McWilliams (2011) περιγράφει ως άμυνα ενάντια στην εξάρτηση που δεν ικανοποιήθηκε ποτέ.


Η παιδική μοναξιά ενσωματώνεται, επίσης, στο σώμα. Το σώμα γίνεται καταγραφή μιας πρώιμης συναισθηματικής γεωγραφίας που δεν επεξεργάστηκε ποτέ την πρωταρχική της εμπειρία. Πολλοί άνθρωποι βιώνουν ένα αίσθημα εσωτερικής απόστασης από το ίδιο τους το σώμα: δυσκολία στην επαφή, φόβο απέναντι στη διεκδίκηση της επιθυμίας, μια αίσθηση ότι το σώμα δεν ανήκει σε έναν «συμβιωτικό χώρο», αλλά παραμένει χώρος ιδιωτικός, αθέατος, συχνά αποκομμένος. Στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, όταν το άτομο αρχίζει να συνδέεται με το σώμα του, συχνά εμφανίζονται μνήμες που δεν είναι λεκτικές: σιωπές, εικόνες, συναισθήματα χωρίς ιστορία. Το σώμα γίνεται ο πρώτος τόπος όπου η παιδική μοναξιά αποτυπώθηκε και ο τελευταίος που την απελευθερώνει.


Η ενηλικιωμένη μοναξιά εκφράζεται επίσης μέσα στη θεραπευτική σχέση. Το άτομο που έχει οργανωθεί γύρω από την αυτάρκεια δυσκολεύεται να επιτρέψει στον θεραπευτή να αποτελέσει στήριγμα. Η εμπιστοσύνη χτίζεται αργά, και συχνά συνοδεύεται από άγχος: «αν με δεις πραγματικά, ίσως να πάψω να είμαι αυτό που κρατάει τους άλλους». Ωστόσο, η θεραπεία προσφέρει ένα περιβάλλον όπου η μοναξιά αναγνωρίζεται, όχι ως αδυναμία, αλλά ως πρώιμο τρόπος επιβίωσης. Η ονομασία της μοναξιάς δημιουργεί έναν τόπο συνάντησης: το άτομο αρχίζει να διακρίνει ότι η αυτάρκεια δεν είναι ίδιον δύναμης αλλά ίχνος φόβου.


Διαχείριση Κοινωνικού Άγχους στην Πράξη

Ο κύκλος των 6 συναντήσεων αποτελεί ένα βιωματικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που βοηθά τους συμμετέχοντες να αναγνωρίσουν, να κατανοήσουν και να διαχειριστούν το κοινωνικό άγχος στην πράξη.


Η επεξεργασία της παιδικής μοναξιάς προϋποθέτει οριοθέτηση, ενσυναίσθηση προς τον εαυτό, και την εμπειρία ότι κάποιος αντέχει την παρουσία μας χωρίς να χρειάζεται να συρρικνώσουμε τις ανάγκες μας. Η επανανοηματοδότηση της μοναξιάς δεν σημαίνει την εξαφάνισή της∙ σημαίνει την απομάκρυνση του άγχους ότι η ανάγκη μας θα γίνει απειλή για τη σχέση. Όταν το άτομο συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να είναι παρόν χωρίς να χάσει την αξία του, τότε η μοναξιά παύει να είναι άμυνα και γίνεται αναγνώσιμη ιστορία.


Τελικά, η παιδική μοναξιά που ενηλικιώθηκε μέσα μας δεν αποτελεί ένα ψυχικό σφάλμα αλλά μια απόπειρα οργάνωσης του εαυτού μέσα σε συνθήκες όπου η παρουσία μας δεν καθρεφτίστηκε.


Η θεραπεία μάς επιτρέπει να προσεγγίσουμε αυτόν τον πρώτο ψυχικό τόπο χωρίς να τον τιμωρούμε, να τον εντάξουμε σε μια νέα αφήγηση που αφορά την αλήθεια της επιθυμίας μας, της σύνδεσης, της ανάγκης για χώρο. Η μοναξιά, όταν γίνει αναγνωρίσιμη, μετατρέπεται σε προέκταση ωριμότητας: όχι πια ως απομόνωση, αλλά ως δυνατότητα διαλόγου με εκείνο το παιδί που κάποτε έμαθε να σιωπά.


Αναδημοσίευση Από  psychology

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου