Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

«Τώρα νικάμε τις καρδιοπάθειες» από τον Δημήτρη Κρεμαστινό,


«Τώρα νικάμε τις καρδιοπάθειες» από τον Δημήτρη Κρεμαστινό,  Στο νέο βιβλίο του από τις εκδόσεις Λιβάνη ο διακεκριμένος καθηγητής καρδιολογίας και πολιτικός εξηγεί με απλό λόγο τι πρέπει να προσέχουμε για να είμαστε καλά στην υγεία μας


Η εντυπωσιακή πρόοδος στη θεραπευτική των καρδιοπαθειών καθιέρωσε µια σειρά φαρµακευτικών και επεµβατικών θεραπειών που, όµως, αυτές καθαυτές δεν στερούνται σοβαρών παρενεργειών. Λειτουργούν όπως το «δίκοπο µαχαίρι» που, την ώρα που λειτουργεί, παράλληλα µπορεί να τραυµατίζει τον χρήστη.

•  Οι καρδιοπάθειες ανήκουν στις παθήσεις φθοράς του οργανισµού.
•  Πότε η καρδιά ανεπαρκεί;
•  Πώς δηµιουργείται η αθηροσκλήρωση και η πλάκα;
•  Πόσο επικίνδυνα είναι τα ανευρύσµατα της αορτής;
•  Το φτερούγισµα της καρδιάς και πόσο επικίνδυνες είναι οι   αρρυθµίες.
•  Tι είναι το φύσηµα;
•  Πόσο πρέπει να µας ανησυχεί ένας πόνος στο στήθος;
•  Πώς πρέπει να είναι ο τρόπος ζωής µετά το έµφραγµα;
•  Υπάρχουν επικίνδυνα φάρµακα;
•  Η οµοιοπαθητική αποτελεί εναλλακτική ιατρική;
•  Οι πρώτες βοήθειες που νικούν τον αιφνίδιο θάνατο.

Η επιστημονική σταδιοδρομία του Δημήτρη Κρεμαστινού συνοπτικά:

Καθηγητής Καρδιολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστηµίου Αθηνών (MD, PHD, FACC, FESC, MASE)
Εκλεγµένο µέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδηµίας Επιστηµών και Τεχνών
• Πρόεδρος του Ελληνικού Κολλεγίου Καρδιολογίας 2003-2005 και 2009-2011
• 2007-2008: Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας
• 2003-2009: ∆ιευθυντής της Β’ Πανεπιστηµιακής Καρδιολογικής Κλινικής στο Πανεπιστηµιακό Γενικό Νοσοκοµείο «ΑΤΤΙΚΟΝ»
• 1986-1993: ∆ιευθυντής του Καρδιολογικού Τµήµατος στο Γενικό Κρατικό Νοσοκοµείο Αθηνών
• 1993-2003: ∆ιευθυντής Β’ Καρδιολογικού Τµήµατος Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου
• 1993-1996: Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
• 2009-2012: Πρόεδρος ∆ιαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής
• 2015-σήµερα: Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων

«Τώρα νικάμε τις καρδιοπάθειες», Δημήτρης Κρεμαστινός, εκδόσεις  Λιβάνη

Αναδημοσιευσα Απο Newpost. gr 
Διαβάστε Περισσότερα ►

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Άγιος Βασίλης




Μέγας Βασίλειος,

 Για την μυθική μορφή που ονομάζεται Άγιος Βασίλης, 
Ο Βασίλειος Καισαρείας (330 - 1 Ιανουαρίου 379), γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης, ήταν Έλληνας επίσκοπος της Καισαρείας στην Καππαδοκία, Μικρά Ασία (στη σημερινή Τουρκία). Ήταν σημαίνων θεολόγος που υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού. Επίσης, ήταν Πατέρας της Εκκλησίας και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.

Η ζωή του Βασίλειου της Καισαρείας,

Γεννήθηκε από Άγιους γονείς το 330 μ.χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Άγιου Βασίλειου ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Καισάρεια της Καππαδοκίας και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.

Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι της Μικράς Ασίας, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα (352).

Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.

Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.

Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.

Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.

Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.

Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλει στη συνέχιση του αγώνα του.

Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.

Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.


Αναδημοσιευσα Απο ΒΙΚΙ_ΠΑΙΔΕΙΑ
Διαβάστε Περισσότερα ►

Τα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ, της Βασιλόπιτας,




Η ιστορία της βασιλόπιτας,

Ιστορία,
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία ελληνική εορτή των «Κρονίων» (και αργότερα των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι. Από τον Μέγα Βασίλειο προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς»* αυτού που το έβρισκε. Ο Μέγας Βασίλειος σύμφωνα με την παράδοση για να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Κατά άλλο έθιμο, αντί νομίσματος, έβαζαν φασόλι και αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν "φασουλοβασιλιά".

*H ανάδειξη του "βασιλιά της βραδιάς" δεν αφορά την Ελλάδα. Στη Γαλλία υπάρχει ένα έθιμο σχετικό που όμως δεν συνδέεται με την Πρωτοχρονιά.


Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση,
Πέρα όμως αυτού του φράγκικου εθίμου, που επικράτησε στην Ευρώπη, υπάρχει και μία θρησκευτική παράδοση που συνδέεται και με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου. Κατά την θρησκευτική λοιπόν παράδοση κάποτε στη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε να τη καταλάβει ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως "λύτρα" στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Το γεγονός αυτό απέληξε σε διπλή χαρά από της αποφυγής της καταστροφής της πόλης και συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του (εορτή του Αγίου και του Μεγάλου Βασιλείου).


Αναδημοσιευσα Από Βικι_Παιδεία.
Διαβάστε Περισσότερα ►

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τα Δώρα του Χριστού από τους 3 μάγους, ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ Άγιο Όρος,


Τι απέγιναν οι τρεις μάγοι που προσέφεραν δώρα στον νεογέννητο Χριστό,

Χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, ήταν τα δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι στη Μητέρα και στο Θείο Βρέφος, κατά την γέννησή του, ως προσφορά συμβολική και με νόημα διαχρονικό. Το χρυσάφι αναφέρεται στη βασιλική ιδιότητα του Χριστού, το λιβάνι στην θεϊκή και ιερατική και τα σμύρνα στην ανθρώπινη ιδιότητα του τιμώμενου. Αν και τα δώρα ήταν τρία, οι Μάγοι πιθανολογείται ότι ήταν περισσότεροι. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους κάπου από την Ανατολή και προσκύνησαν τον Χριστό λατρευτικά, ως αρχηγό της Εκκλησίας, παρόλο που οι ίδιοι ήταν εθνικοί (ειδωλολάτρες). Έφτασαν, δε για την προσκύνηση ένα χρόνο και πλέον μετά την γέννηση του Χριστού.

Η συμμετοχή των Μάγων με τα δώρα στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού είναι γεμάτη συμβολισμούς και νοήματα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χριστιανοσύνη, καθώς, όπως αναφέρεται και στα ευαγγέλια (κυρίως στο κατά Ματθαίον), ο Χριστός προσκυνείται ως βασιλιάς και τιμάται ως Θεός, τη στιγμή που πολιτικοί άρχοντες (Ηρώδης) και πνευματικοί ηγέτες του Ισραήλ τον απορρίπτουν.

«Το γεγονός της έλευσης των Μάγων, με βάση ευαγγελικά στοιχεία (Μθ 2,16), πρέπει να συνέβη ένα έτος ή και περισσότερο μετά τη γέννηση του Χριστού. Οι μάγοι (από τη σανσκριτική Maha) ήταν σοφοί, ιατροί, μελετητές άστρων, ερμηνευτές ονείρων, ιερείς, εν γένει πεπαιδευμένοι άνδρες της εποχής. Παρακολουθούσαν τις κινήσεις των άστρων και συμπέραναν τη γέννηση κάποιου άρχοντα ή σημαντικού προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση τη γέννηση του Χριστού. Δεν προσδιορίζεται ο τόπος προέλευσής τους. Λέγεται απλά ότι ήρθαν από την Ανατολή. Γι αυτό και κατά την παράδοση ως πατρίδα τους αναφέρεται άλλοτε η Περσία, άλλοτε η Χαλδαία, άλλοτε η Βαβυλώνα και άλλοτε η Αραβία. Ούτε και ο αριθμός τους αναφέρεται. Ταυτίστηκαν όμως με τρεις, λόγω του αριθμού των δώρων που προσκόμισαν στο βρέφος Χριστό. Ίσως ήρθαν και περισσότεροι» αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πατέρας Ιωάννης Σκιαδαρέσης, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας με ειδίκευση στην Κ. Διαθήκη και ιερέας στην ενορία του Προφήτη Ηλία στην Άνω Ηλιούπολη.

Οι Μάγοι είχαν πιθανόν κάποια γνώση της Παλαιάς Διαθήκης και γνώριζαν τις Μεσσιανικές προφητείες για την έλευση του Χριστού. Αν και εθνικοί (ειδωλολάτρες) πραγματοποίησαν ένα κοπιώδες ταξίδι για να προσκυνήσουν το Χριστό ως την «προσδοκία των εθνών». «Είναι σαφώς λατρευτική η προσκύνηση στο Χριστό και η προσφορά των δώρων τους στηριγμένη στην αρχαιότητα, όπως αρμόζει σε βασιλιά» λέει ο πατέρας Ιωάννης.

Όπως εξηγεί, η προσφορά των δώρων έχει συμβολική και διαχρονική σημασία. «Σε όλη αυτή την ιστορία της έλευσης των μάγων ο Χριστός αναγνωρίζεται και λατρεύεται από τους μάγους – εθνικούς, ενώ οι εκπρόσωποι της ανώτερης θρησκευτικής γνώσης δεν αποδίδουν καμιά τιμή. Έμμεσα ο Ματθαίος πολεμάει τη λατρεία των άστρων και την αστρολογία με την προβολή των μάγων ως ανθρώπων που προσκυνούν τον μόνο Κύριο και αναγνωρίζουν την εξουσία του, προσφέροντας δώρα. Ο Χριστός προβάλλεται ως ο προσκυνούμενος και προσδεχόμενος τα δώρα των τριών βασικών ιδιοτήτων του (Βασιλεύς-Θεός-Άνθρωπος)» λέει χαρακτηριστικά.

Τα δώρα στην Μονή Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους

Τα τρία δώρα, αν και δεν έχουν τη δύναμη και αξία πού έχει ο τίμιος σταυρός του Χριστού, ωστόσο φυλάσσονται και αυτά ως ακριβά κειμήλια.

Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, διαφυλάχθηκαν από την Παναγία και παραδόθηκαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία τα κράτησε μέχρι περίπου το 400 μ.Χ. Τότε, επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έμειναν μέχρι την άλωσή της από τους σταυροφόρους (1204). Για 60 χρόνια μετακομίσθηκαν στη Νίκαια για ασφάλεια, λόγω των Φράγκων κατακτητών. Μετά την απαλλαγή από τους σταυροφόρους τα δώρα επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και έμειναν εκεί μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους (1453).


Αμέσως μετά την άλωση η χριστιανή Μάρω, σύζυγος του Μουράτ (1421-1451), μητέρα του Μωάμεθ, τα μετέφερε στο Άγιον Όρος και τα δώρισε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Έκτοτε φυλάσσονται εκεί μαζί με το έγγραφο παράδοσής τους και αποτελούν σπουδαίο κτήμα της, ενώ συχνά τα δώρα κατέρχονται σε ενορίες για προσκύνηση από τους πιστούς.
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αναδημοσιευσα Απο Aftodioikisi. gr
Διαβάστε Περισσότερα ►